- ομόγραμμος
- ὁμόγραμμος, -ον (Α)αυτός που έχει τα ίδια γράμματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. πολύ-γραμμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμογράμμους — ὁμόγραμμος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁμόγραφος, ον) νεοελλ. φρ. «ομόγραφη σχέση» μαθ. η σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών κατά την οποία σε καθεμιά τιμή τής μιας μεταβλητής αντιστοιχεί μία και μόνο μεταβλητή τής άλλης τιμής νεοελλ. μσν. αυτός που έχει γραφεί με όμοιο τρόπο με… … Dictionary of Greek